- λαύκη
- λαύκη (Α)(κατά τον Ησύχ.) «φοβερά».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαυκί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 94 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 36 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας. Μέχρι το 1940 ονομαζόταν Λαύκη ή Λαύκα. * * *… … Dictionary of Greek